οψοφόρος

οψοφόρος
ὀψοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει, που βαστάζει τα τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή» + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀψοφόρος — carrying food masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφόρον — ὀψοφόρος carrying food masc/fem acc sg ὀψοφόρος carrying food neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφόρα — ὀψοφόρος carrying food neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφόροι — ὀψοφόρος carrying food masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφόροις — ὀψοφόρος carrying food masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφόρου — ὀψοφόρος carrying food masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφόρους — ὀψοφόρος carrying food masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφόρων — ὀψοφόρος carrying food masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”